Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ κρυπτά

См. также в других словарях:

  • κρυπτά — κρυπτά̱ , κρυπτή crypt fem nom/voc/acc dual κρυπτά̱ , κρυπτή crypt fem nom/voc sg (doric aeolic) κρυπτός hidden neut nom/voc/acc pl κρυπτά̱ , κρυπτός hidden fem nom/voc/acc dual κρυπτά̱ , κρυπτός hidden fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύπτα — κρύπτᾱ , κρύπτης member of the Spartan masc nom/voc/acc dual κρύπτης member of the Spartan masc voc sg κρύπτᾱ , κρύπτης member of the Spartan masc gen sg (doric aeolic) κρύπτης member of the Spartan masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτᾷ — κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύπτ' — κρύπτα , κρύπτης member of the Spartan masc voc sg κρύπτα , κρύπτης member of the Spartan masc nom sg (epic) κρύπται , κρύπτης member of the Spartan masc nom/voc pl κρύπτᾱͅ , κρύπτης member of the Spartan masc dat sg (doric aeolic) κρύπτε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτᾶι — κρυπτᾷ , κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτᾷ , κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτάν — κρυπτά̱ν , κρυπτή crypt fem acc sg (doric aeolic) κρυπτά̱ν , κρυπτός hidden fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτάς — κρυπτά̱ς , κρυπτή crypt fem acc pl κρυπτά̱ς , κρυπτός hidden fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • εκφανερώνω — ἐκφανερώνω (Μ) φανερώνω, αποκαλύπτω («μὴ φανερώσῃ τὰ κρυπτὰ μυστήρια τοῡ καλοῡ της», Διγ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …   Dictionary of Greek

  • ԾԱԾՈՒԿ — (ունք.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. (որպէս թէ ցածուկ.) Արմատ ծածկելոյ. κρυπτός occultus, absconditus. Թաքուն. գաղտնի. անյայտ իբր ʼի խորս կամ ընդ քօղով. գոց. ... *Որ ինչ ծածուկ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»